- βέλεκκοι
- βέλεκκοι, οἱ,A = ὄσπρια, Ar.Fr.755.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βέλεκκοι — βέλεκκοι, οι (Α) όσπρια όμοια με λαθούρι, σε μέγεθος ρεβιθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βέλεκκοι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελέκκων — βέλεκκοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)